- χελιδονί
- χελῑδονί , χελιδονίςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελιδόνι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δαφνούλας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
χελιδόνι — το μικρό πουλί της οικογένειας Xελιδονίδες: Τα χελιδόνια μάς ήρθαν νωρίς εφέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χελιδονί — Χελιδονίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνι — χελῑδόνι , χελιδών swallow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χελιδόν' — Χελιδονί , Χελιδονίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… … Dictionary of Greek
Chelidoni — may also refer to a settlement near Andritsaina, part of the municipal district of Dafnoula Chelidoni Χελιδόνι Location … Wikipedia
χελιδόνα — η, Ν θηλυκό χελιδόνι με νεοσσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. περιστέρι: περιστέρα)] … Dictionary of Greek
χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… … Dictionary of Greek
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia